- διαδέρκομαι
- διαδέρκομαι (Α) [δέρκομαι]1. βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο2. διαβλέπω, διακρίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διέδρακεν — διαδέρκομαι see aor ind act 3rd sg διαδέρκομαι see aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδέρκεται — διαδέρκομαι see pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδέρκετο — διαδέρκομαι see imperf ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
διαδράκοι — διαδράκοῑ , διαδέρκομαι see aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)